- αδιαποίκιλτος
- ος , ον ничем не украшенный, без украшений
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδιαποίκιλτος — η, ο [διαποικίλλω] αδιακόσμητος, αστόλιστος … Dictionary of Greek
αδιαποίκιλτος — η, ο αυτός που δεν έχει ποικίλματα, στολίδια: Η εικόνα είναι θαυμάσια, αλλά αδιαποίκιλτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)